- φωριαμός
- οκιβώτιο ή ντουλάπα για τη φύλαξη ρουχισμού ή βιβλίων, φακέλων κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωριαμός — chest fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωριαμός — ἡ, Α (ποιητ. τ.) κιβώτιο για τη φύλαξη ρούχων, σεντούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρική λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Παλαιότερα η λ. συνδεόταν με τις λ. φώρ* (< φέρω) «κλέφτης», φώριος «κλεμμένος», ενώ, κατά τις νεώτερες απόψεις, η λ. φωριαμός ανήκει… … Dictionary of Greek
φωριαμοῖο — φωριαμός chest fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωριαμοῖς — φωριαμός chest fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωριαμοῖσι — φωριαμός chest fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωριαμοῖσιν — φωριαμός chest fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωριαμοί — φωριαμός chest fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωριαμούς — φωριαμός chest fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωριαμῶν — φωριαμός chest fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωριαμῷ — φωριαμός chest fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)